- ἐφαρμοζομένους
- ἐφαρμόζωfit onpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαινοκριτικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φαινοκριτική περίοδος» βιολ. φάση τής ανάπτυξης κατά την οποία η έκφραση ενός γονιδίου επηρεάζεται πιο εύκολα από εξωτερικά εφαρμοζόμενους παράγοντες β) «φαινοκριτική φάση» βιολ. φάση τής ανάπτυξης κατά την οποία δύο διαφορετικοί… … Dictionary of Greek